σταθμούχος

σταθμούχος
ὁ, Α
1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης
2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας
3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να τό υπενοικιάσει κατά τμήματα
4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει στρατιώτης
5. στρατιώτης ο οποίος έχει την έγκριση να καταλύσει στο σπίτι κάποιου
6. ο σύσκηνος*, αυτός που καταλύει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + -οῦχος* (< ἔχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταθμοῦχος — keeper of a house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοῦχον — σταθμοῦχος keeper of a house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμούχων — σταθμοῦχος keeper of a house masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμούχῳ — σταθμοῦχος keeper of a house masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”