- σταθμούχος
- ὁ, Α1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να τό υπενοικιάσει κατά τμήματα4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει στρατιώτης5. στρατιώτης ο οποίος έχει την έγκριση να καταλύσει στο σπίτι κάποιου6. ο σύσκηνος*, αυτός που καταλύει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.